- ὑπεμφαίνω
- ὑπ-εμ-φαίνω, halb und halb andeuten, zu verstehen geben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υπεμφαίνω — ὑπεμφαίνω ΝΑ φανερώνω με έμμεσο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι, υπονοώ αρχ. (αμτβ.) (για απόδειξη) είμαι εν μέρει φανερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐμφαίνω «φανερώνω»] … Dictionary of Greek
καθυπεμφαίνω — (Μ) (επιτατ. τού υπεμφαίνω) υποδεικνύω, υποδηλώνω, φανερώνω κάτι κρυφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ εμ φαίνω «υποδηλώνω»] … Dictionary of Greek
παρυπεμφαίνω — Α δείχνω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὑπεμφαίνω «φανερώνω»] … Dictionary of Greek
προσυπεμφαίνω — Α (συν. το παθ.) προσυπεμφαίνομαι υποδηλώνομαι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπεμφαίνω «υποδηλώνω, αποκαλύπτω»] … Dictionary of Greek
προϋπεμφαίνω — Μ υποδηλώνω, υποδεικνύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑπεμφαίνω «υποδηλώνω, φανερώνω»] … Dictionary of Greek
υπέμφασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπεμφαίνω] υποδήλωση, υπαινιγμός … Dictionary of Greek